Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

στρέφω την προσοχή μου σε κάτι

  • 1 προσοχή

    η 1.
    1) внимание;

    προκαλώ (αποσπώ) την προσοχή — вызывать (отвлекать) внимание;

    στρέφω την προσοχή μου — или δίνω προσοχή — обращать внимание;

    τραβάω ( — или επισύρω) την προσοχήпривлекать чьё-л. внимание;

    δεν δίνω προσοχή σε κάτι — оставлять что-л, без внимания;

    2) уход, внимание, забота;

    τα παιδιά θέλουν προσοχή — дети требуют ухода, внимания;

    3) осторожность, осмотрительность;

    μετά προσοχής — осторожно;

    4):

    στέκω (κάθομαι) προσοχή — стоять (сидеть) смирно;

    τό παράγγελμα προσοχή — команда «смирно»;

    1) внимание!, берегись!, осторожно!;

    2) смирно! (команда)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προσοχή

  • 2 στρέφω

    (αόρ. έστρεψα, παθ. αόρ. εστράφην;
    μετ χ. πρκ. (ε)στραμμένος) 1. μετ. 1) крутить; вертеть, вращать; поворачивать; 2) завинчивать, закручивать; 3) поворачивать, заворачивать, сворачивать (в сторону); 4) поворачивать, оборачивать; обращать;

    στρέφω τα βλέμματα μου προς κάποιον (κάτι) — обращать взоры на кого-л. (на что-л.);

    στρέφω τό πρόσωπο — оборачивать лицо;

    στρέφω τα πυρά — направлять огонь;

    στρέφω την προσοχή μου σε ( — или προς)... — обращать внимание на...;

    στρέφω τα νώτα σε κάποιον — повернуться спиной к кому-л.;

    2. αμετ.
    1) крутиться; вертеться, вращаться; 2) поворачивать (куда-л.);

    στρέφ προς τα δεξιά (τα αριστερά) — поворачивать направо (налево);

    στρέφομαι

    1) — крутиться, вертеться, вращаться;

    στρέφομαι περί τον άξονα μου — вращаться вокруг своей оси;

    2) поворачиваться, оборачиваться (тж. перен); быть обращённым, направленным;
    εστράφη προς το μέρος μας он повернулся к нам;

    στρέφομαι κατά τού νόμου — быть направленным против закона;

    στρέφομαι εναντίον κάποιου — выступать против кого-л., относиться недоброжелательно к кому-л.;

    § ο λόγος εστράφη περί... речь зашла о...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στρέφω

См. также в других словарях:

  • στρέφω — έστρεψα, στράφηκα, στραμμένος 1. γυρίζω κάτι προς κάποια κατεύθυνση: Στρέφω το κεφάλι προς τα δεξιά. – Έστρεψε το όπλο εναντίον τους. – Στρέφω την προσοχή μου. – Οι εχθροί έστρεψαν τα νώτα. 2. κάνω κάτι να γυρίσει γύρω από τον άξονά του: Στρέφω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …   Dictionary of Greek

  • τρέπω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράπω Α 1. κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί, να αλλάξει κατεύθυνση ή στάση (α. «οι κακές παρέες τόν έτρεψαν στο κακό» β. «πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι... ἦτορ», Πίνδ. γ. «τήνδε... τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῑν εἶναι τρέπεσθαι», Πλάτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • αποτρέπω — (AM ἀποτρέπω) 1. εμποδίζω κάποιον από το να κάνει κάτι, μεταπείθω 2. εμποδίζω νά γίνει κάτι, αποσοβώ αρχ. Ι. 1. γυρίζω, στρέφω κάποιον προς τα πίσω, απομακρύνω 2. αποκρούω, απωθώ 3. στρέφω την προσοχή μου σε κάτι ή εναντίον κάποιου II. ( ομαι) 1 …   Dictionary of Greek

  • μνώμαι — μνώμαι, άομαι (Α) 1. σκέπτομαι κάτι, συλλογίζομαι κάποιον («μνώοντ ὀλοοῑο φόβοιο», Ομ. Ιλ.) 2. στρέφω την προσοχή μου σε κάτι («οἱ δ ἄλλοι φύγαδε μνώοντο ἕκαστος;», Ομ. Ιλ.) 3. επιδιώκω να κερδίσω την αγάπη γυναίκας 4. ζητώ γυναίκα σε γάμο 5.… …   Dictionary of Greek

  • σκέπτομαι — ΝΑ και σκέφτομαι Ν 1. κάνω σκέψεις, διανοούμαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι (α. «θα τό σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην», Θουκ.) 2. (η μτχ. τού παθ. παρακμ.) εσκεμμένος, η, ο αυτός που γίνεται μετά από σκέψη,… …   Dictionary of Greek

  • προσέχω — ΝΜΑ 1. έχω στρέψει την προσοχή μου σε κάτι, σκέπτομαι, παρατηρώ ή παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον (α. «πρόσεχε στο μάθημα» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», Αριστοτ.) 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω (α. «ήταν κι αυτός εκεί αλλά …   Dictionary of Greek

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

  • επιστρέφω — (AM ἐπιστρέφω) [στρέφω] επανέρχομαι, γυρίζω πίσω («θα επιστρέψω σε μία ώρα») μσν. νεοελλ. στέλνω κάτι πίσω («επέστρεψα τα βιβλία») μσν. 1. ανταποδίδω 2. απομακρύνω, αποτρέπω από κάτι κακό 3. μεταβάλλω 4. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη 5. μέσ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»